- δερματόπτερος
- δερμᾰτό-πτερος, ον,A with wings of skin, of the bat, Ar.Byz.Epit.120.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δερματόπτερος — η, ο 1. (για διάφορα είδη νυχτερίδων) αυτός που έχει φτερά από δέρμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Δερματόπτερα Θηλαστικά νυκτόβια τού γένους τών Γαλεοπιθήκων … Dictionary of Greek
δερματοπτέρων — δερματόπτερος with wings of skin masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματόπτερα — δερματόπτερος with wings of skin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek